μετρητά

μετρητά
τα
1. περιουσία σε χρήμα: Πληρώνει πάντα με μετρητά.
2. φρ., «Το παίρνω τοις μετρητοίς», είμαι εύπιστος ή παίρνω κάτι στα πολύ σοβαρά· «Αγοράζω τοις μετρητοίς», με άμεση καταβολή του αντίτιμου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετρητά — μετρητά̱ , μετρητής measurer masc nom/voc/acc dual μετρητής measurer masc voc sg μετρητής measurer masc nom sg (epic) μετρητός measurable neut nom/voc/acc pl μετρητά̱ , μετρητός measurable fem nom/voc/acc dual μετρητά̱ , μετρητός measurable fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητά — τα βλ. μετρητός …   Dictionary of Greek

  • μετρητάς — μετρητά̱ς , μετρητής measurer masc acc pl μετρητά̱ς , μετρητής measurer masc nom sg (epic doric aeolic) μετρητά̱ς , μετρητός measurable fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρήτας — μετρήτᾱς , μετρητής measurer masc acc pl μετρήτᾱς , μετρητής measurer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετρητός — ή, ό (ΑΜ μετρητός, ή, όν) [μετρώ] 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν μετρήσει, ο δεκτικός μέτρησης ή αυτός που μπορεί να εκτιμηθεί ή να υπολογιστεί (α. «η απόσταση από το σημείο Α ώς το σημείο Β είναι μετρητή» β. «ὦ πένθος οὐ μετρητόν, οὺδ οἷόν τ… …   Dictionary of Greek

  • κλίρινγκ — (clearing). Συμφωνία διακανονισμού των λογαριασμών χωρίς τη χρησιμοποίηση χρήματος, αλλά με τον αμοιβαίο συμψηφισμό των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τις βρετανικές τράπεζες κατά τα μέσα του 18ου αι. Οι… …   Dictionary of Greek

  • έλλειμμα — το (AM ἔλλειμμα) αυτό που λείπει από κάτι και το οποίο έπρεπε ή προβλεπόταν να υπάρχει νεοελλ. φρ. 1. «έλλειμμα ταμείου» το ποσό κατά το οποίο τα μετρητά υπολείπονται τού λογιστικού υπολοίπου 2. «έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου» το ποσό κατά το… …   Dictionary of Greek

  • αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • αργύριο — και ον, το (AM ἀργύριον) [άργυρος] πληθ. 1. χρήματα 2. τα χρήματα που πήρε ο Ιούδας 3. ο άργυρος ως μέταλλο αρχ. 1. μικρό νόμισμα, κέρμα 2. τα χρήματα, τα μετρητά 3. φρ. «ἀργύριον ῥητόν» ορισμένο χρηματικό ποσό …   Dictionary of Greek

  • διαθέσιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να διατεθεί ή χρησιμοποιηθεί 2. (για στρατιωτικό ή πολιτικό υπάλληλο) αυτός που βρίσκεται σε διαθεσιμότητα 3. αυτός που είναι έτοιμος να χρησιμοποιηθεί οποτεδήποτε παραστεί ανάγκη 4. (οικ.) (σε πληθ.) τα διαθέσιμα (ενν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”